- λυγερός
- -ή, -όευλύγιστος, λεπτός και ψηλός, κομψός: Λυγερή κορμοστασιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… … Dictionary of Greek
κυπαρισσοβεργόλικος — κυπαρισσοβεργόλικος, ον και κυπαρισσοβεργόλυγος, ον (Μ) αυτός που είναι ίσιος σαν κυπαρίσσι και λυγερός σαν βέργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι(ν) + βεργόλικος/ βεργόλυγος «λυγερός σαν βέργα»] … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
βεργολυγερός — ή, ό και βεργόλυγος, η, ο (για πρόσωπα) λεπτός και λυγερός, ευλύγιστος σαν βέργα … Dictionary of Greek
κυπαρίσσι — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 156 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 111 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
κυπαρισσένιος — α, ο [κυπαρίσσι] 1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού 2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί») … Dictionary of Greek
κυπαρισσόλικος — κυπαρισσόλικος, ον (Μ) αυτός που είναι ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι + ἡλικία] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
λιγερός — ή, ό βλ. λυγερός … Dictionary of Greek
λιγνοβεργολυγερός — ή, ό λιγνός και λυγερός σαν βέργα … Dictionary of Greek